Έναν ύμνο λαχτάρησα στη θάλασσα σε ρυθμούς απλωμένους σαν τις κραυγές των κυμάτων
Στη θάλασσα όταν ο Ήλιος στα νερά της σαν κατακόκκινη σημαία κυματίζει
Στη θάλασσα όταν φιλά τα χρυσαφένια στήθη των παρθένων ακτών που καρτερούν
Διψασμένες
Στη θάλασσα καθώς ουρλιάζουν οι ορδές της κι εξακοντίζουν οι άνεμοι τις βλαστήμιες τους
Όταν αστράφτει μέσα στ΄ατσάλινο νερό η λαμπερή και αιμόφυρτη σελήνη
Στη θάλασσα όταν πάνω της διαχέει την απροσμέτρητη πίκρα του το Κύπελλο των Άστρων
Σήμερα κατηφόρισα απ΄το βουνό στην κοιλάδα
Κι απ΄την κοιλάδα στη θάλασσα.
Ο δρόμος τράβαγε μακρύς όσο κρατάει ένα φιλί.
Οι μυγδαλιές σκορπούσαν τις γαλανές σκιές των κορυφών τους πάνω στο μονοπάτι
Και στην κορφή της κοιλάδας, ο ήλιος
Τινάζει τις ολόχρυσες Γολκόνδες του στο γλαυκό σου δάσος: Θάλασσα!
Μητέρα, Αδελφή, Ερωμένη…!
Μπαίνω μες τους απέραντους κήπους των νερών σου και κολυμπώ μακριά από τη στεριά
Τα κύματα έρχονται, με τους εύθραυστους θυσάνους των αφρών και χάνονται μες τη βουή. Προς την ακτή
Με τις κοκκινωπές βουνοκορφές της
Με τα γεωμετρικά της σπίτια
Με τις φοινικιές της, έρμαια του ανέμου
Που τώρα έχουν γίνει πελιδνά και παράλογα σαν αποκρυσταλλωμένες μνήμες!
……………………………………………..
Ω θάλασσα! Ω Ήλιε!. Ω απέραντη κοίτη!
Και ξέρω γιατί. Σ΄αγαπώ. Ξέρω πως είμαστε πολύ γερασμένοι,
Κι ότι εμείς οι δύο γνωριζόμαστε εδώ κι αιώνες.
Ξέρω πως στα λεπτά και γελαστά νερά σου πρωτάναψε ο όρθρος της Ζωής.
(Στην τέφρα ενός τριτογενούς απομεσήμερου, ακούστηκαν οι πρώτοι μου παλμοί στην αγκαλιά σου)
Ω πρωτεόμορφη, βγήκα από μέσα σου!
Κι οι δυο μας αλυσοδεμένοι και περιπλανώμενοι
Κι οι δυο μας με ακόρεστη τη δίψα γι΄άστρα
Κι οι δυο μας φως, αέρας, δύναμη, σκοτάδια
Κι οι δυο μας με τις απέραντες επιθυμίες μας, μα και τη φοβερή μας δυστυχία!
(απόσπασμα από τον Υμνο στη Θάλασσα 1919)